- ξεναγωγος
- ξεναγωγόςξενᾰγωγός
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ξεναγωγός — ξεναγωγός, όν (Α) ξεναγός, οδηγός ξένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ἀγωγός (πρβλ. δημ αγωγός)] … Dictionary of Greek
ξεναγωγόν — ξεναγωγός masc/fem acc sg ξεναγωγός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
странноводец — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (ξεναγωγός) руководитель странников … Словарь церковнославянского языка
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek
ξεναγωγῶ — ξεναγωγέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) ξεναγωγέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) ξεναγωγός masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεναγωγῶν — ξεναγωγέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) ξεναγωγός masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)